βηρύλλιος

βηρύλλιος
βηρύλλιος, -α, -ον (Μ)
1. κατασκευασμένος από βήρυλλο
2. το ουδ. ως ουσ. βηρύλλιον, το
η βήρυλλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”